- ζωάς
- ζωά̱ς , ζωήlivingfem acc pl (doric)ζωά̱ς , ζωόςalivefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ζωᾶς — Ζωή living fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωᾶς — ζωή living fem gen sg (doric aeolic) ζωός alive fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζωάς — Ζωά̱ς , Ζωή living fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέκρωση — Ο θάνατος ενός τμήματος του οργανισμού που μπορεί να αφορά ένα μόνο κύτταρο ή έναν ιστό ή ένα ολόκληρο όργανο. Διακρίνονται: η απλή ν., με εξαφάνιση του πυρήνα και σχετική διατήρηση των άλλων συστατικών του κύτταρου, η ν. με πήξη, εξαιτίας πήξης… … Dictionary of Greek
πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… … Dictionary of Greek
υλοδίαιτος — ον, Α υλόβιος («ζωᾱς ὑλοδιαίτου», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. υδρο δίαιτος] … Dictionary of Greek